- εἴσθεσις
- εἴσθεσις, εως, ἡ,A putting in, Ph.1.278; opp. ἀφαίρεσις, Dam.Pr. 102.II insetting of short lines in lyric strophes, Sch.Ar.Pl.253, Ach.565.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
είσθεσις — εἴσθεσις, η (AM) 1. τοποθέτηση μέσα σε κάτι 2. (στην τυπογραφία) η εισοχή στίχου, η γραφή τού πρώτου γράμματος ένα διάστημα δεξιότερα από την αρχή άλλων στίχων αρχ. 1. αρχή 2. εισαγωγή … Dictionary of Greek
εἴσθεσις — putting in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσθέσει — εἴσθεσις putting in fem nom/voc/acc dual (attic epic) εἰσθέσεϊ , εἴσθεσις putting in fem dat sg (epic) εἴσθεσις putting in fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἴσθεσιν — εἴσθεσις putting in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰσθέσεως — εἰσθέσεω̆ς , εἴσθεσις putting in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)